ἄρτι

ἄρτι
ἄρτι temp. adv. (Pind.+) of the immediate moment
as class. (Phryn. p. 18 Lob.; 2 Macc 3:28), ref. to the immediate past, just (now) (Dio Chrys. 4, 61; Ael. Aristid. 48, 35 K.=24 p. 474 D.; Appian, Hann. 51 §219) ἄ. ἐτελεύτησεν she has just died Mt 9:18. ἄ. ἐγένετο ἡ σωτηρία salvation has just now come Rv 12:10.—GHb 20, 60; GMary 463, 20.
also as class., ref. to the immediate present, at once, immediately, now (cp. Hippocr., Ep. 9, 2; Lucian, Soloec. 1, 553; Jdth 9:1; 2 Macc 10:28) παραστήσει μοι ἄ. at once he will put at my disposal Mt 26:53; ἀκολουθεῖν ἄ. follow immediately J 13:37; ἄφες ἄ. let it be so now (on the position of ἄ. s. B-D-F §474, 3) Mt 3:15.
later Gk. uses ἄ. as ref. to the present in general, now, at the present time (Jos., Ant. 1, 125 alternating w. νῦν; 15, 18; Epict. 2, 17, 15; PMich 203, 10; BGU 294, 5; PLond III, 937b, 9f p. 213 οὐ δύναμαι ἄρτι ἐλθεῖν πρὸς σέ) ἄ. βλέπει now he can see J 9:19, 25; cp. 13:7, 33 (πλὴν ἄρτι P66); 16:12, 31; 1 Cor 13:12; 16:7; Gal 1:9f; 4:20; 1 Th 3:6; 2 Th 2:7; 1 Pt 1:6, 8; 2 Cl 17:3. After an aor. Hs 5, 5, 1.—Used w. prep. ἀπʼ ἄρτι fr. now on (Plato Com., Fgm. 143 K. ἀπαρτί for ἄρτι ἀπὸ νῦν [but s. L-S-J-M s.v. ἀπαρτί end]) ἀπʼ ἄ. λέγω J 13:19; ἀπʼ ἄ. γινώσκετε 14:7; ἀποθνῄσκοντες ἀπʼ ἄ. Rv 14:13 (see s.v. ἀπαρτί and B-D-F §12); w. fut. (Aristoph., Plut. 388 ἀπαρτὶ πλουτῆσαι ποιήσω) ἀπʼ ἄ. ὄψεσθε Mt 26:64; J 1:51 v.l.; ἀπʼ ἄ. ἕως … Mt 23:39; 26:29; ἕως ἄ. up to the present time, until now (POxy 936, 23; Sb 4630, 3; 7036, 4; ApcSed 11:14) Mt 11:12; J 2:10; 5:17 (SBacchiocci, Andrews U. Seminary Studies 19, ’81, 3–19 [‘culmination’ of God’s activity]); 16:24; 1 Cor 4:13; 8:7; 15:6; 1J 2:9.—In attributive position ἄ. has adj. mng. as in older Gk. (Pla., Tht. 153e; Jos., Ant. 9, 264 ὁ ἄ. βίος) ἄχρι τῆς ἄ. ὥρας up to the present moment 1 Cor 4:11 (cp. PGM 4, 1469 ἐν τῇ ἄ. ὥρᾳ; 1581; 1935; 5, 195; 7, 373; 546). μέχρι τῆς ἄρτι ὥρας Ac 10:30 D. Nägeli 36, 1.—DELG. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄρτι — just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… …   Dictionary of Greek

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • κἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτ' — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) ἄρτε , ἄρτος cake masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- —     ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi     English meaning: to move, pass     Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen”     Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… …   Dictionary of Greek

  • απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως …   Dictionary of Greek

  • αρτέομαι — ἀρτέομαι (Α) ετοιμάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω*, παρεκτεταμένη με ένα τ (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας… …   Dictionary of Greek

  • αρτεμής — ἀρτεμής, ές (Α) ο ακέραιος, ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α συνθετικό της λ. είναι το αρτι * (αρτεμής < *αρτι δεμής, πρβλ. δέμας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”